Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
ὀρνίθαρχος
ὀρνιθᾶς
ὀρνιθεία
View word page
ὄρνεον
a bird
ShortDef
a bird
Debugging
Headword:
ὄρνεον
Headword (normalized):
ὄρνεον
Headword (normalized/stripped):
ορνεον
IDX:
63166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63167
Key:
Data
{'content': 'a bird'}