Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
ὀρνίζω
ὀρνιθαγρευτής
ὀρνιθάριον
View word page
ὀρνεόμαντις
augur
ShortDef
augur
Debugging
Headword:
ὀρνεόμαντις
Headword (normalized):
ὀρνεόμαντις
Headword (normalized/stripped):
ορνεομαντις
IDX:
63163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63164
Key:
Data
{'content': 'augur'}