Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
ὀρνεόφοιτος
View word page
ὀρνεογλυφιστί
in the language of bird-hieroglyphs

ShortDef

in the language of bird-hieroglyphs

Debugging

Headword:
ὀρνεογλυφιστί
Headword (normalized):
ὀρνεογλυφιστί
Headword (normalized/stripped):
ορνεογλυφιστι
IDX:
63160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63161
Key:

Data

{'content': 'in the language of bird-hieroglyphs'}