Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
ὀρνεοσκοπικός
View word page
ὀρνεόβρωτος
eaten by birds
ShortDef
eaten by birds
Debugging
Headword:
ὀρνεόβρωτος
Headword (normalized):
ὀρνεόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
ορνεοβρωτος
IDX:
63159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63160
Key:
Data
{'content': 'eaten by birds'}