Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
ἀναπόλαυστος
ἀναπολεμέω
ἀναπολεύω
ἀναπολέω
View word page
ἀναποίητος
made up, wrought up

ShortDef

made up, wrought up

Debugging

Headword:
ἀναποίητος
Headword (normalized):
ἀναποίητος
Headword (normalized/stripped):
αναποιητος
IDX:
6315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6316
Key:

Data

{'content': 'made up, wrought up'}