Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
ὀρνεοπώλιον
View word page
ὀρνεακός
of or belonging to birds

ShortDef

of or belonging to birds

Debugging

Headword:
ὀρνεακός
Headword (normalized):
ὀρνεακός
Headword (normalized/stripped):
ορνεακος
IDX:
63158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63159
Key:

Data

{'content': 'of or belonging to birds'}