Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
ὀρνεοπώλης
View word page
Ὀρνεαί
Orneae
ShortDef
Orneae
Debugging
Headword:
Ὀρνεαί
Headword (normalized):
ὀρνεαί
Headword (normalized/stripped):
ορνεαι
IDX:
63157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63158
Key:
Data
{'content': 'Orneae'}