Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
ὀρνεομιγής
ὀρνεόμορφος
ὄρνεον
View word page
ὀρνεάζομαι
carry the head high

ShortDef

carry the head high

Debugging

Headword:
ὀρνεάζομαι
Headword (normalized):
ὀρνεάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ορνεαζομαι
IDX:
63156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63157
Key:

Data

{'content': 'carry the head high'}