Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
ὀρνεόμαντις
View word page
ὁρμοφυλακία
office of ὁρμοφύλαξ

ShortDef

office of ὁρμοφύλαξ

Debugging

Headword:
ὁρμοφυλακία
Headword (normalized):
ὁρμοφυλακία
Headword (normalized/stripped):
ορμοφυλακια
IDX:
63153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63154
Key:

Data

{'content': 'office of ὁρμοφύλαξ'}