Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρμιευτής
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
ὀρναπέτιον
ὀρνεάζομαι
Ὀρνεαί
ὀρνεακός
ὀρνεόβρωτος
ὀρνεογλυφιστί
ὀρνεοθηρευτικός
ὀρνεοθυσία
View word page
ὅρμος
a cord, chain, anchorage

ShortDef

a cord, chain, anchorage

Debugging

Headword:
ὅρμος
Headword (normalized):
ὅρμος
Headword (normalized/stripped):
ορμος
IDX:
63152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63153
Key:

Data

{'content': 'a cord, chain, anchorage'}