Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅρμησις
ὁρμητέον
ὁρμητήριον
ὁρμητής
ὁρμητικός
ὁρμητός
ὁρμιά
ὁρμιατόνος
ὁρμιευτής
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
ὁρμοδοτήρ
ὅρμος
ὁρμοφυλακία
ὁρμοφύλαξ
View word page
ὁρμιηβόλος
throwing a line

ShortDef

throwing a line

Debugging

Headword:
ὁρμιηβόλος
Headword (normalized):
ὁρμιηβόλος
Headword (normalized/stripped):
ορμιηβολος
IDX:
63144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63145
Key:

Data

{'content': 'throwing a line'}