Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁρμέω
ὁρμή
ὁρμηδόν
ὅρμημα
ὅρμησις
ὁρμητέον
ὁρμητήριον
ὁρμητής
ὁρμητικός
ὁρμητός
ὁρμιά
ὁρμιατόνος
ὁρμιευτής
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
ὁρμιστηρία
ὁρμίστρια
View word page
ὁρμιά
a fishing-line of horsehair
ShortDef
a fishing-line of horsehair
Debugging
Headword:
ὁρμιά
Headword (normalized):
ὁρμιά
Headword (normalized/stripped):
ορμια
IDX:
63140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63141
Key:
Data
{'content': 'a fishing-line of horsehair'}