Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρμενόεις
ὄρμενος
ὁρμέω
ὁρμή
ὁρμηδόν
ὅρμημα
ὅρμησις
ὁρμητέον
ὁρμητήριον
ὁρμητής
ὁρμητικός
ὁρμητός
ὁρμιά
ὁρμιατόνος
ὁρμιευτής
ὁρμίζω
ὁρμιηβόλος
ὅρμινον
ὅρμισις
ὁρμίσκος
ὁρμιστέον
View word page
ὁρμητικός
impetuous, impulsive

ShortDef

impetuous, impulsive

Debugging

Headword:
ὁρμητικός
Headword (normalized):
ὁρμητικός
Headword (normalized/stripped):
ορμητικος
IDX:
63138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63139
Key:

Data

{'content': 'impetuous, impulsive'}