Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρκώμοτος
ὁρκωτής
ὁρκωτός
ὁρμά
ὁρμαθίζω
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάστειρα
ὁρμάω
Ὀρμένιον
Ὀρμένιος
ὀρμενόεις
ὄρμενος
ὁρμέω
ὁρμή
ὁρμηδόν
ὅρμημα
ὅρμησις
ὁρμητέον
ὁρμητήριον
ὁρμητής
View word page
Ὀρμένιος
(pr.n.) Ormenius; (adj) of Ormenium

ShortDef

(pr.n.) Ormenius; (adj) of Ormenium

Debugging

Headword:
Ὀρμένιος
Headword (normalized):
ὀρμένιος
Headword (normalized/stripped):
ορμενιος
IDX:
63127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63128
Key:

Data

{'content': '(pr.n.) Ormenius; (adj) of Ormenium'}