Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
ἀναπολάζω
ἀναπολαυστία
View word page
ἀναποδόω
grow fresh feet

ShortDef

grow fresh feet

Debugging

Headword:
ἀναποδόω
Headword (normalized):
ἀναποδόω
Headword (normalized/stripped):
αναποδοω
IDX:
6311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6312
Key:

Data

{'content': 'grow fresh feet'}