Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅρκος
ὁρκόω
ὀρκυνεῖον
ὀρκύπτω
ὄρκυς
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
ὁρκωμότης
ὁρκωμοτικός
ὁρκώμοτος
ὁρκωτής
ὁρκωτός
ὁρμά
ὁρμαθίζω
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάστειρα
ὁρμάω
Ὀρμένιον
View word page
ὁρκωμοτικός
used in oaths

ShortDef

used in oaths

Debugging

Headword:
ὁρκωμοτικός
Headword (normalized):
ὁρκωμοτικός
Headword (normalized/stripped):
ορκωμοτικος
IDX:
63116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63117
Key:

Data

{'content': 'used in oaths'}