Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὅρκισμα
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκόω
ὀρκυνεῖον
ὀρκύπτω
ὄρκυς
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
ὁρκωμότης
ὁρκωμοτικός
ὁρκώμοτος
ὁρκωτής
ὁρκωτός
ὁρμά
ὁρμαθίζω
ὁρμαθός
ὁρμαίνω
ὁρμάστειρα
View word page
ὁρκωμοτέω
to take an oath
ShortDef
to take an oath
Debugging
Headword:
ὁρκωμοτέω
Headword (normalized):
ὁρκωμοτέω
Headword (normalized/stripped):
ορκωμοτεω
IDX:
63114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63115
Key:
Data
{'content': 'to take an oath'}