Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁριστός
ὀρίτροφος
ὁρκάνη
ὁρκαπάτης
ὁρκίζω
ὁρκικός
ὁρκίλλομαι
ὅρκιον
ὅρκιος
ὁρκιοτόμος
ὅρκισμα
ὁρκισμός
ὅρκος
ὁρκόω
ὀρκυνεῖον
ὀρκύπτω
ὄρκυς
ὅρκωμα
ὁρκωμοσία
ὁρκωμόσια
ὁρκωμοτέω
View word page
ὅρκισμα
conjuration
ShortDef
conjuration
Debugging
Headword:
ὅρκισμα
Headword (normalized):
ὅρκισμα
Headword (normalized/stripped):
ορκισμα
IDX:
63104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63105
Key:
Data
{'content': 'conjuration'}