Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
ἀνάποινος
ἀναποκλύζω
ἀναπόκριτος
View word page
ἀναποδιστικός
in retardation

ShortDef

in retardation

Debugging

Headword:
ἀναποδιστικός
Headword (normalized):
ἀναποδιστικός
Headword (normalized/stripped):
αναποδιστικος
IDX:
6309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6310
Key:

Data

{'content': 'in retardation'}