Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
ὁριστέος
View word page
ὀρινοβάτης
mountain

ShortDef

mountain

Debugging

Headword:
ὀρινοβάτης
Headword (normalized):
ὀρινοβάτης
Headword (normalized/stripped):
ορινοβατης
IDX:
63081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63082
Key:

Data

{'content': 'mountain'}