Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
ὅρισμα
ὁρισμός
ὁριστέον
View word page
ὀρίνδης
bread made of ὄρυζα

ShortDef

bread made of ὄρυζα

Debugging

Headword:
ὀρίνδης
Headword (normalized):
ὀρίνδης
Headword (normalized/stripped):
ορινδης
IDX:
63080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63081
Key:

Data

{'content': 'bread made of ὄρυζα'}