Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
ὅριον
ὅριος
View word page
ὁρικός
akin to definition
ShortDef
akin to definition
Debugging
Headword:
ὁρικός
Headword (normalized):
ὁρικός
Headword (normalized/stripped):
ορικος
IDX:
63077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63078
Key:
Data
{'content': 'akin to definition'}