Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοθετέω
ὁριοκράτωρ
View word page
ὁρίζω
to divide, bound, determine, define

ShortDef

to divide, bound, determine, define

Debugging

Headword:
ὁρίζω
Headword (normalized):
ὁρίζω
Headword (normalized/stripped):
οριζω
IDX:
63075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63076
Key:

Data

{'content': 'to divide, bound, determine, define'}