Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
ὀρίνω
ὁριοθετέω
View word page
ὀριγνάομαι
to stretch oneself

ShortDef

to stretch oneself

Debugging

Headword:
ὀριγνάομαι
Headword (normalized):
ὀριγνάομαι
Headword (normalized/stripped):
οριγναομαι
IDX:
63074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63075
Key:

Data

{'content': 'to stretch oneself'}