Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθώνυμος
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
ὀρινοβάτης
ὀρίντης
View word page
ὀρίγανον
marjoram

ShortDef

marjoram

Debugging

Headword:
ὀρίγανον
Headword (normalized):
ὀρίγανον
Headword (normalized/stripped):
οριγανον
IDX:
63072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63073
Key:

Data

{'content': 'marjoram'}