Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαί
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
ὁρίζω
ὁρίζων
ὁρικός
ὀρικός
ὀρίκτυπος
ὀρίνδης
View word page
ὀριγανίτης
flavoured with

ShortDef

flavoured with

Debugging

Headword:
ὀριγανίτης
Headword (normalized):
ὀριγανίτης
Headword (normalized/stripped):
οριγανιτης
IDX:
63070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63071
Key:

Data

{'content': 'flavoured with'}