Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
ἀναποικίλλω
View word page
ἀναποδίζω
to make to step back, call back, cross-examine
ShortDef
to make to step back, call back, cross-examine
Debugging
Headword:
ἀναποδίζω
Headword (normalized):
ἀναποδίζω
Headword (normalized/stripped):
αναποδιζω
IDX:
6306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6307
Key:
Data
{'content': 'to make to step back, call back, cross-examine'}