Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαί
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
ὀριγνάομαι
View word page
ὀρθωτήρ
one who sets upright, a restorer

ShortDef

one who sets upright, a restorer

Debugging

Headword:
ὀρθωτήρ
Headword (normalized):
ὀρθωτήρ
Headword (normalized/stripped):
ορθωτηρ
IDX:
63064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63065
Key:

Data

{'content': 'one who sets upright, a restorer'}