Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαί
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
Ὀρίβακχος
ὀριγανίζω
ὀριγανίτης
ὀριγανόεις
ὀρίγανον
ὀρίγανος
View word page
ὄρθωσις
making straight, direction, guiding

ShortDef

making straight, direction, guiding

Debugging

Headword:
ὄρθωσις
Headword (normalized):
ὄρθωσις
Headword (normalized/stripped):
ορθωσις
IDX:
63063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63064
Key:

Data

{'content': 'making straight, direction, guiding'}