Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
ἀναπόθετος
ἀναποιέω
ἀναποίητος
View word page
ἀναποδήμητος
untravelled
ShortDef
untravelled
Debugging
Headword:
ἀναποδήμητος
Headword (normalized):
ἀναποδήμητος
Headword (normalized/stripped):
αναποδημητος
IDX:
6305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6306
Key:
Data
{'content': 'untravelled'}