Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
ὄρθρος
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαί
ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαίπωροι
ὀρθώνυμος
ὄρθωσις
ὀρθωτήρ
ὁρία
ὁριαῖος
ὁριάριος
View word page
ὀρθρολάλος
early-twittering

ShortDef

early-twittering

Debugging

Headword:
ὀρθρολάλος
Headword (normalized):
ὀρθρολάλος
Headword (normalized/stripped):
ορθρολαλος
IDX:
63057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63058
Key:

Data

{'content': 'early-twittering'}