Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
ὀρθρόνοτος
View word page
ὀρθρεύω
to rise early, to be awake early
ShortDef
to rise early, to be awake early
Debugging
Headword:
ὀρθρεύω
Headword (normalized):
ὀρθρεύω
Headword (normalized/stripped):
ορθρευω
IDX:
63048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63049
Key:
Data
{'content': 'to rise early, to be awake early'}