Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
ὀρθρολάλος
View word page
ὀρθόω
to set straight

ShortDef

to set straight

Debugging

Headword:
ὀρθόω
Headword (normalized):
ὀρθόω
Headword (normalized/stripped):
ορθοω
IDX:
63047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63048
Key:

Data

{'content': 'to set straight'}