Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθοτονουμένως
ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
ὀρθροβόας
ὀρθροβόης
ὀρθρογόη
View word page
ὀρθοψάλακτος
loud
ShortDef
loud
Debugging
Headword:
ὀρθοψάλακτος
Headword (normalized):
ὀρθοψάλακτος
Headword (normalized/stripped):
ορθοψαλακτος
IDX:
63046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63047
Key:
Data
{'content': 'loud'}