Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοτονέω
ὀρθοτόνησις
ὀρθότονος
ὀρθοτονουμένως
ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
ὀρθρισμός
View word page
ὀρθοφυής
of straight growth

ShortDef

of straight growth

Debugging

Headword:
ὀρθοφυής
Headword (normalized):
ὀρθοφυής
Headword (normalized/stripped):
ορθοφυης
IDX:
63043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63044
Key:

Data

{'content': 'of straight growth'}