Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοτομέω
ὀρθοτονέω
ὀρθοτόνησις
ὀρθότονος
ὀρθοτονουμένως
ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
ὀρθόϋφος
ὀρθόφρων
ὀρθοφυέω
ὀρθοφυής
ὀρθοφυΐα
ὀρθοχαίτης
ὀρθοψάλακτος
ὀρθόω
ὀρθρεύω
ὀρθρία
ὀρθριοκόκκυξ
ὄρθριος
ὀρθριοφοίτης
View word page
ὀρθοφυέω
grow straight

ShortDef

grow straight

Debugging

Headword:
ὀρθοφυέω
Headword (normalized):
ὀρθοφυέω
Headword (normalized/stripped):
ορθοφυεω
IDX:
63042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63043
Key:

Data

{'content': 'grow straight'}