Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόσημος
ὀρθοσκοπέω
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστατέω
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθοστομέω
ὀρθόστρωτος
ὀρθοτενής
ὀρθότης
ὀρθοτίτθιος
ὀρθοτομέω
ὀρθοτονέω
ὀρθοτόνησις
ὀρθότονος
ὀρθοτονουμένως
ὀρθοτριχέω
ὀρθοτριχία
ὀρθοτριχίασις
View word page
ὀρθοτενής
stretched out, straight

ShortDef

stretched out, straight

Debugging

Headword:
ὀρθοτενής
Headword (normalized):
ὀρθοτενής
Headword (normalized/stripped):
ορθοτενης
IDX:
63029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63030
Key:

Data

{'content': 'stretched out, straight'}