Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
ἀναπόδοτος
ἀναποδόω
ἀναπόδραστος
View word page
ἀναπόδεικτος
not proved, undemonstrated

ShortDef

not proved, undemonstrated

Debugging

Headword:
ἀναπόδεικτος
Headword (normalized):
ἀναπόδεικτος
Headword (normalized/stripped):
αναποδεικτος
IDX:
6302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6303
Key:

Data

{'content': 'not proved, undemonstrated'}