Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοπύθμενος
ὀρθοπυρεταίνω
ὀρθορρημοσύνη
ὀρθός
ὀρθόσημος
ὀρθοσκοπέω
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστατέω
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
ὀρθοστομέω
ὀρθόστρωτος
ὀρθοτενής
ὀρθότης
ὀρθοτίτθιος
ὀρθοτομέω
ὀρθοτονέω
ὀρθοτόνησις
ὀρθότονος
View word page
ὀρθοστάτης
one who stands upright: an upright shaft, pillar

ShortDef

one who stands upright: an upright shaft, pillar

Debugging

Headword:
ὀρθοστάτης
Headword (normalized):
ὀρθοστάτης
Headword (normalized/stripped):
ορθοστατης
IDX:
63025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63026
Key:

Data

{'content': 'one who stands upright: an upright shaft, pillar'}