Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόπους
ὀρθοπραγέω
ὀρθοπραγία
ὀρθοπρίων
ὀρθόπρυμνος
ὀρθόπτερος
ὀρθόπτωσις
ὀρθόπτωτος
ὀρθοπυγιάω
ὀρθοπύθμενος
ὀρθοπυρεταίνω
ὀρθορρημοσύνη
ὀρθός
ὀρθόσημος
ὀρθοσκοπέω
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστατέω
ὀρθοστάτης
ὀρθόστατος
View word page
ὀρθοπυρεταίνω
to be normally feverish

ShortDef

to be normally feverish

Debugging

Headword:
ὀρθοπυρεταίνω
Headword (normalized):
ὀρθοπυρεταίνω
Headword (normalized/stripped):
ορθοπυρεταινω
IDX:
63016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63017
Key:

Data

{'content': 'to be normally feverish'}