Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοπόρος
ὀρθόπους
ὀρθοπραγέω
ὀρθοπραγία
ὀρθοπρίων
ὀρθόπρυμνος
ὀρθόπτερος
ὀρθόπτωσις
ὀρθόπτωτος
ὀρθοπυγιάω
ὀρθοπύθμενος
ὀρθοπυρεταίνω
ὀρθορρημοσύνη
ὀρθός
ὀρθόσημος
ὀρθοσκοπέω
ὀρθοστάδην
ὀρθοστάδιον
ὀρθοσταδόν
ὀρθοστατέω
ὀρθοστάτης
View word page
ὀρθοπύθμενος
with a straight base

ShortDef

with a straight base

Debugging

Headword:
ὀρθοπύθμενος
Headword (normalized):
ὀρθοπύθμενος
Headword (normalized/stripped):
ορθοπυθμενος
IDX:
63015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63016
Key:

Data

{'content': 'with a straight base'}