Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
ὀρθοπλοέω
ὀρθόπλοος
ὀρθόπλουμος
ὀρθόπνοια
ὀρθοπνοϊκός
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθοπόρος
ὀρθόπους
ὀρθοπραγέω
ὀρθοπραγία
ὀρθοπρίων
ὀρθόπρυμνος
ὀρθόπτερος
ὀρθόπτωσις
ὀρθόπτωτος
ὀρθοπυγιάω
ὀρθοπύθμενος
View word page
ὀρθοπόρος
in a straight course

ShortDef

in a straight course

Debugging

Headword:
ὀρθοπόρος
Headword (normalized):
ὀρθοπόρος
Headword (normalized/stripped):
ορθοπορος
IDX:
63005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-63006
Key:

Data

{'content': 'in a straight course'}