Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
ἀναποδήμητος
ἀναποδίζω
ἀναποδισμός
ἀναποδιστής
ἀναποδιστικός
View word page
ἀναπνοϊκός
affecting respiration

ShortDef

affecting respiration

Debugging

Headword:
ἀναπνοϊκός
Headword (normalized):
ἀναπνοϊκός
Headword (normalized/stripped):
αναπνοικος
IDX:
6299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6300
Key:

Data

{'content': 'affecting respiration'}