Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
ὀρθοπλοέω
ὀρθόπλοος
ὀρθόπλουμος
ὀρθόπνοια
ὀρθοπνοϊκός
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
ὀρθοπόρος
ὀρθόπους
View word page
ὀρθοπεριπατητικός
walking about erect

ShortDef

walking about erect

Debugging

Headword:
ὀρθοπεριπατητικός
Headword (normalized):
ὀρθοπεριπατητικός
Headword (normalized/stripped):
ορθοπεριπατητικος
IDX:
62996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62997
Key:

Data

{'content': 'walking about erect'}