Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
ὀρθοπλοέω
ὀρθόπλοος
ὀρθόπλουμος
ὀρθόπνοια
ὀρθοπνοϊκός
ὀρθοποδέω
ὀρθόπολις
View word page
ὀρθοπαιία
hitting while standing

ShortDef

hitting while standing

Debugging

Headword:
ὀρθοπαιία
Headword (normalized):
ὀρθοπαιία
Headword (normalized/stripped):
ορθοπαιια
IDX:
62994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62995
Key:

Data

{'content': 'hitting while standing'}