Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
ὀρθοπλήξ
ὀρθοπλοέω
ὀρθόπλοος
ὀρθόπλουμος
ὀρθόπνοια
ὀρθοπνοϊκός
View word page
ὀρθοπαγής
fixed erect

ShortDef

fixed erect

Debugging

Headword:
ὀρθοπαγής
Headword (normalized):
ὀρθοπαγής
Headword (normalized/stripped):
ορθοπαγης
IDX:
62992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62993
Key:

Data

{'content': 'fixed erect'}