Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
ὀρθοπαιία
ὀρθοπάλη
ὀρθοπεριπατητικός
View word page
ὀρθόλοξος
criss-cross

ShortDef

criss-cross

Debugging

Headword:
ὀρθόλοξος
Headword (normalized):
ὀρθόλοξος
Headword (normalized/stripped):
ορθολοξος
IDX:
62986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62987
Key:

Data

{'content': 'criss-cross'}