Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
ὀρθόπαγον
View word page
ὀρθόκωλος
with limbs fixed in extended position
ShortDef
with limbs fixed in extended position
Debugging
Headword:
ὀρθόκωλος
Headword (normalized):
ὀρθόκωλος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκωλος
IDX:
62983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62984
Key:
Data
{'content': 'with limbs fixed in extended position'}