Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
ὀρθονόμος
ὀρθονύσταγμος
ὀρθοπαγής
View word page
ὀρθόκρανος
having a high head, lofty

ShortDef

having a high head, lofty

Debugging

Headword:
ὀρθόκρανος
Headword (normalized):
ὀρθόκρανος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκρανος
IDX:
62982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62983
Key:

Data

{'content': 'having a high head, lofty'}