Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀρθοέπεια
ὀρθοεπέω
ὀρθόθριξ
ὀρθοκάθεδρος
ὀρθοκάθημαι
ὀρθοκάλαμος
ὀρθόκαυλος
ὀρθόκερως
ὀρθοκέφαλος
ὀρθοκόπος
ὀρθοκόρυδος
ὀρθόκορυς
ὀρθόκραιρος
ὀρθόκρανος
ὀρθόκωλος
ὀρθολογέω
ὀρθολογία
ὀρθόλοξος
ὀρθομαντεία
ὀρθόμαντις
ὀρθόμφαλος
View word page
ὀρθοκόρυδος
a very lark
ShortDef
a very lark
Debugging
Headword:
ὀρθοκόρυδος
Headword (normalized):
ὀρθοκόρυδος
Headword (normalized/stripped):
ορθοκορυδος
IDX:
62979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62980
Key:
Data
{'content': 'a very lark'}